Sunday, June 17, 2007

ΓΙΑΝΝΗ ΙΜΒΡΙΩΤΗ: Επιστήμη και μαγεία

Ένα χαρακτηριστικό πνευματικό φαινόμενο, που προβάλλει μέσα σε ορισμένους κοινωνικούς κύκλους, είναι το αντιορθολογικό κίνημα που αντιμάχεται το λογικό και πιο ειδικά την επιστημονική αντίληψη κι ερμηνεία του κόσμου.

Κραυγάζουν πως το λογικό, η επιστήμη, γέννησαν απατηλές ελπίδες στον άνθρωπο. Του υποσχέθηκαν πως θα μπορέσουν να του δείξουν το βάθος του κόσμου, να φωτίσουν όλο το μυστήριο που πυκνώνεται μέσα στα πράγματα και στον ίδιο τον εαυτό του. Μα δεν έκαναν άλλο παρά να σκοτίσουν το ανθρώπινο πνεύμα. Το λογικό του ξεραίνει όλες τις ζωντανές, τις «μυστικές» λειτουργίες του. Κι η επιστήμη που βοήθησε τόσο στην ανάπτυξη της τεχνικής, το νεκρώνει ολωσδιόλου. Ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι πια πνευματικός και προσωπικός. Δεν είναι πια οι παλιοί καλοί καιροί που κι ο τεχνίτης ακόμα δουλεύοντας με το χέρι του και με λίγα εργαλεία δημιουργούσε, έβανε όλη τη ζεστασιά της προσωπικής πνοής του στο έργο του. Σήμερα έρχεται η μηχανή που με την αυτόματη κίνηση της κατασκευάζει άπειρα αντίτυπα, τίποτε το μοναδικό, σκοτώνει τον ψυχικό άνθρωπο και τον κάνει ένα πράγμα, όπως είναι η ίδια, ριγμένο μέσα στον κόσμο χωρίς ανάταση σε κάτι υψηλότερο. Και μαζί με την τεχνική έρχεται κι η επιστήμη και κάνει τον άνθρωπο ν' αντικρύσει τον κόσμο, μα και τον ίδιο τον εαυτό του, μέσα από ξερούς φυσικομαθηματικούς τύπους και να φαντάζεται πως πιάνει με αυτούς κάτι πραγματικό. Αντίθετα σ' αυτόν το λογοκρατούμενο και μηχανοκρατούμενο τύπο ο μεσαιωνικός άνθρωπος έστεκε εμπρός στον κόσμο γεμάτος θαυμασμό και δέος. Έσκυβε μέσα του και προσπαθούσε ν' ακούσει το μυστικό κοσμικό ρυθμό, καθώς και το δικό του. Δεν ορθωνόταν αντίπαλος στη φύση και στην κοινωνία του. Εγκαρτερούσε. Στρεφόταν στο υπερφυσικό. Η αναγέννηση, ο διαφωτισμός του 18ου αιώνα κι έπειτα η γιγάντια ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής κομμάτιασαν τη γνήσια μεσαιωνική ψυχή κι έκαναν τον άνθρωπο να πιστέψει στους αλαζονικούς λόγους του νέου Προμηθέα. Πίσω λοιπόν στο μεσαίωνα, ν' αλυσοδέσουμε αυτόν το λογικό, το μηχανικό Προμηθέα.

Είναι ένα κίνημα που μορφώνεται μέσα στους κόλπους της σημερινής κοινωνίας κι εκφράζει την κρίση που την κατατρώγει, θρέφεται από τα κοινωνικά κακά που τα αντι-κρύζουν τα «καθαρά» πνεύματα κι αγαναχτούν, μα δεν υψώνονται πιο πάνω για να παρατηρήσουν τα πραγματικά αίτια τους, παρά κηρύττουν πως η επιστήμη και η τεχνική τα δημιουργούν από τον ίδιο τον εαυτό τους. Δε βλέπουν τις λειτουργίες τους και την πραγματική αποστολή τους, που είναι αληθινά λυτρωτική, παρά προσέχουν την κακιά χρησιμοποίηση τους, που οφείλεται σε άλλα αίτια, όχι σ' αυτές τις ίδιες. Παρ' όλες λοιπόν τις κατακραυγές τους μένουν μέσα στον κύκλο που βρίσκονται και στο βάθος - συνειδητά ή κι ασυνείδητα - ζητούν να στερεώσουν τη θέση τους που κλονίζεται. Αυτή τη σημασία έχει η πολεμική τους ενάντια στο λογικό και στην επιστήμη.

Η πολεμική αυτή παίρνει κι άλλες διάφορες μορφές, όλες τους όμως συγγενεύουν και υπηρετούν έναν και τον ίδιο σκοπό.

Η αστική κοινωνία, αφού στέριωσε και μεσουράνησε με τη βοήθεια του λογικού και της επιστήμης, αφού η ίδια τα καλλιέργησε, είδε με τρόμο έπειτα πως αυτές οι δυνάμεις που ξαπόλυσε, έγιναν δαιμονικές και σηκώθηκαν ενάντια της. Στην ανοδική της πορεία ύψωσε μαζί μ' αυτές και μια πλατύτερη κοινωνική ιδεολογία, τη δημοκρατική. Μα όλα αυτά σιγά-σιγά έγιναν επικίνδυνα, αφού θα μπορούσαν να μην ωφελούν ένα μόνο κοινωνικό μέρος, αλλά το σύνολο. Σαν αληθινός Κρόνος η αστική κοινωνία στυλώθηκε εχθρική στα ίδια τα τέκνα της που της έγιναν ύποπτα. Από το άλλο μέρος όμως βλέπει πως δεν μπορεί να κάνει χωρίς μερικά απ' αυτά, αλλιώς αφανίζεται. Δίχως άλλο χρειάζεται την τεχνική για τη ζωή της, μα μαζί μ' αυτή είναι υποχρεωμένη να καλλιεργεί και την επιστήμη. Πρέπει λοιπόν ν' αλλάξει μορφή στην πολεμική της. Δεν πρέπει να ζητεί να καταργήσει την επιστήμη, αλλά να εξετάσει την αξία της, τη γνωστική της ερμηνευτική δύναμη. Το έργο τούτο τώρα το κάνει η φιλοσοφία.

Τώρα προβάλλει μια αλλιώτικη πολεμική που κι αυτή ζητεί να κλονίσει, όχι όμως και να καταργήσει. Η επιστήμη, μας λέγουν, δεν μπορεί να βρει την αλήθεια. Μελετά φαινόμενα που τα ξεχωρίζει με αυθαίρετο τρόπο από το φυσικό όλο που βρίσκονται και πειραματίζεται πάνω σ' αυτά. Ένα φαινόμενο όμως έξω από τη φυσική του κατάσταση παύει να είναι το πραγματικό. Η επιστήμη έπειτα δε μένει στο συγκεκριμένο, παρά γενικεύει και μορφώνει αφηρημένες θεωρίες και νόμους, που είναι αδύνατο να εκφράζουν το ζωντανό πραγματικό. Οι νόμοι προϋποθέτουν μιαν αυστηρή αιτιοκρατία. Όμως στην ιστορία, στην πολιτική οικονομία και γενικά στις επιστήμες του ανθρώπου δεν μπορούμε ν' αποδείξουμε την αιτιακή σχέση ανάμεσα στα φαινόμενα. Τώρα μάλιστα και στις φυσικές επιστήμες η αιτιοκρατία, όπως φαντάζονται, πήρε τη χαριστική βολή. Στην περίπτωση μικροφυσικών φαινομένων, στην πορεία του ηλεκτρονίου, είναι αδύνατο να εφαρμόσουμε το αιτιοκρατικό σχήμα. Το ηλεκτρόνιο σ' αυτή την περίσταση ξεφεύγει από τον καθορισμό, φαίνεται αληθινά ελεύθερο, σαν να είχε δική του βούληση. Ούτε οι νόμοι λοιπόν ούτε όποιες άλλες επιστημονικές θεωρίες έχουν αληθινή ερμηνευτική αξία, δεν εκφράζουν τίποτε το πραγματικό. Είναι βολικά μόνο σχήματα. Κι άμα φαίνονται πως συμφωνούν με τις πραχτικές εφαρμογές και πως βεβαιώνονται τάχα απ' αυτές, αυτό δε σημαίνει τίποτε. Είναι έτσι φτιαγμένες που να φαίνονται πως εφαρμόζονται στην πράξη, θα μπορούσαν εξίσου καλά κι άλλα θεωρητικά σχήματα να συμφωνούν με την πραχτική, όπως λ.χ. οι διάφορες νεώτερες γεωμετρίες που διαφέρουν τόσο από την Ευκλείδεια. Η απόλυτη λοιπόν αλήθεια, η ουσία του κόσμου και του ανθρώπου είναι εφτασφράγιστο μυστήριο που δεν μπορεί να το ανοίξει η επιστήμη. Ας στραφούμε σ' αυτό με την πίστη, με την καρδιά, με την ενόραση, με όποια μυστική δύναμη διαθέτει το ανθρώπινο πνεύμα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να το πλησιάσουμε.

Και τούτες οι κατακραυγές, μόλο που παίρνουν άλλη μορφή, δε διαφέρουν από τις προηγούμενες. Όλες, είτε άμεσα είτε με έμμεσο τρόπο, ζητούν να χτυπήσουν την επιστημονική γνώση στην αντικειμενική της αξία, γιατί αυτή φέρνει σε συμπεράσματα επικίνδυνα για ορισμένη κοινωνική κατάσταση. Χτυπούν αυτή τη γνώση σαν πνευματική λειτουργία που συλλαμβάνει κι εκφράζει το πραγματικό, και θέλουν να παρουσιάσουν το πνεύμα σαν μια μυστική δύναμη, για να ξαναζωντανέψουν κάθε ξεπερασμένη πρόληψη.

Το ανθρώπινο όμως πνεύμα δεν έχει κανένα «μυστικό» χαραχτήρα ούτε στην καταγωγή του ούτε στη μόρφωση και στην ανάπτυξη του. Παρουσιάζεται μέσα στην ιστορική εξέλιξη του κόσμου, σε μιαν ανώτερη βαθμίδα της, κι είναι ποιοτικά κάτι νέο, μα απ' αυτόν τον κόσμο ξεπηδά και μαζί του δένεται. Και δεν έρχεται ξαφνικά, δε δίνεται έτοιμο στον άνθρωπο σαν ένα χάρισμα του, παρά μορφώνεται σιγά-σιγά μέσα σ' όλη την ιστορική πραγματική ζωή του, στην καθημερινή πράξη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το πνεύμα και η πράξη δένονται μ' έναν οργανικό δεσμό μεταξύ τους. Κι η επιστημονική γνώση σαν μια πνευματική λειτουργία μορφώνεται κι αυτή μέσα στην πράξη. Όσοι χτυπούν αυτή τη γνώση και νομίζουν πως οι επιστημονικές θεωρίες είναι μόνο βολικά σχήματα, στο βάθος αυθαίρετα, δε λογαριάζουν την εσωτερική σχέση που έχει η επιστήμη με την πραχτική, δε θέλουν να προσέξουν την ιστορική της γένεση. Με την πράξη ενεργούμε πάνω στο γύρω μας κόσμο, τον καταχτούμε, τον χρησιμοποιούμε. Με την πράξη μορφώνουμε και τη γνώση και δεν μπορεί παρά και με αυτή πάλι να εξουσιάζουμε το πραγματικό, να το πετυχαίνουμε και να το εκφράζουμε με τις έννοιες, τους νόμους, τις θεωρίες. Η επιστημονική γνώση - όπως κι ολόκληρο το ανθρώπινο πνεύμα - είναι ένα ιστορικό φαινόμενο και μπορούμε να παρακολουθήσουμε την καταγωγή της, την ανάπτυξη της και την αποστολή της.

Ο πνευματικός άνθρωπος προβάλλει σιγά σιγά - ιστορικά - μέσα στο βιολογικό που έχει αποχτήσει αναπτυγμένο νευρικό σύστημα και πιο κατάλληλα για τη δουλειά σωματικά όργανα, προπάντων το χέρι που μπορεί να χρησιμοποιεί και να κατασκευάζει εργαλεία. Μέσα στην ομαδική δουλειά, μαζί και παράλληλα μ' αυτή, μορφώνει τη νόηση του, τη γλώσσα του και κάθε γνώση. Δουλεύοντας τα πράγματα μαθαίνει τις ιδιότητες τους, τα κοινά τους γνωρίσματα και σιγά-σιγά με τη βοήθεια της γλώσσας κατορθώνει να τα αφαιρεί και να γενικεύει, να φτιάνει έννοιες, κρίσεις και συλλογισμούς. Μέσα στην κοινωνική δουλειά αναπτύσσει και το θυμικό του, τα συναισθήματα του απέναντι στα φυσικά πράγματα και στους άλλους ανθρώπους. Με άλλους λόγους, με την πράξη, μαζί και παράλληλα μ' αυτή, γεννήθηκε ολόκληρος ο κοινωνικός συνειδητός άνθρωπος' η πράξη του κι η γνώση του είναι αχώριστες. Η μια επηρεάζει την άλλη, μα και η άλλη ενεργεί πάνω στην πρώτη και την προάγει. Η ανάπτυξη γίνεται με διαλεκτική αλληλεπίδραση. Χωρίς αυτόν τον οργανικό δεσμό τους ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να εξουσιάσει το γύρω του κόσμο, θα έμενε στην κατάσταση του ζώου, δε θα δημιουργούσε επιστήμη και τεχνική, δε θ' άπλωνε την ενέργεια του, που απλώνοντας την ολοένα κατόρθωσε να μορφώνει όλο και περισσότερο τον ίδιο τον εαυτό του σαν συνειδητή ύπαρξη και να προχωρεί όλο και υψηλότερα μέσα στην καθολική κοσμική ανάπτυξη.

Ο οργανικός δεσμός ανάμεσα στην πράξη και στη γνώση υπάρχει εξαρχής ως το τέλος. Σιγά-σιγά η εμπειρική γνώση του πρωτόγονου ανθρώπου πλουτίζεται και προχωρεί. Μέσα στις πραχτικές ανάγκες, όπως είναι η αρίθμηση των αντικειμένων της δουλειάς, η παρακολούθηση των εποχών και των άστρων για τη γεωργία, την ποιμενική κλπ., μορφώνονται τα πρώτα σπέρματα των μαθηματικών, της αστρονομίας κλπ. Αυτά όλο κι αυξάνουν, μα δε χωρίζονται από την άμεση πράξη. Σε πανάρχαια κείμενα των λαών της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, που είχαν προχωρήσει αρκετά στον πολιτισμό τους, βλέπουμε ολοκάθαρα ακόμα αυτόν τον οργανικό δεσμό που συζητούμε. Σ' αυτά παρατηρούμε πως η επιστημονική γνώση δε διατυπώνεται μ' ένα συστηματικό και γενικό αφηρημένο τρόπο, όπως αργότερα στα προχωρημένα στάδια της, παρά δένεται αδιάσπαστα με τα συγκεκριμένα πραχτικά προβλήματα (αρίθμηση πλιθιών, υπολογισμός επιφάνειας και όγκου για ένα ορισμένο συγκεκριμένο χτίριο κλπ.).

Μα μέσα στην ιστορική ανάπτυξη η επιστημονική γνώση, που όλο αυξάνει, χρειάζεται τους ειδικούς εργάτες της. Σύμφωνα με την κοινωνική διαφοροποίηση και την κατανομή της δουλειάς, η επιστημονική ασχολία περιορίζεται στα ταξικά κοινωνικά στρώματα που κυριαρχούν κι έχουν όλη την άνεση. Σιγά-σιγά η πνευματική εργασία χωρίζεται από τη σωματική και νομίζεται ευγενικότερη. Οι επιστήμονες στην αρχαία ελληνική δου-λοχτητική κοινωνία (μα και πρωτύτερα ως ένα μέτρο) ως τη φεουδαλική και τη σημερινή αστική εργάζονται μακριά από τις τρέχουσες ανάγκες της παραγωγής και γεννούν την εντύπωση πως η θεωρητική γνώση είναι άσχετη από την πράξη. Δίχως άλλο ο καταμερισμός αυτός ωφέλησε, έκαμε να συστηματοποιηθεί η επιστημονική γνώση και να διατυπωθεί σε γενικούς νόμους και γενικές θεωρίες. Μα ο αρχαίος οργανικός εκείνος δεσμός δεν έπαψε, μόλο που πήρε άλλη μορφή. Η απομάκρυνση από την πράξη είναι μόνο φαινομενική. Όλη η νεώτερη επιστήμη, όπως πάντοτε, αναπτύσσεται μέσα σ' ένα ορισμένο κοινωνικό κλίμα που προβάλλει τις πραχτικές ανάγκες του και κινεί και θρέφει την επιστημονική εργασία. Αυτές οι ανάγκες, σαν κοινωνικά αιτήματα, δίνουν την ορμή στην ανάπτυξη της φυσικής, της χημείας κλπ., καθώς και των επιστημών του ανθρώπου, της ιστορίας, της πολιτικής οικονομίας κλπ. Όλη η επιστημονική γνώση, όσο και να ξεφεύγει από την άμεση πράξη, από τα άμεσα συγκεκριμένα, και να γίνεται θεωρητική και αφηρημένη, απ' αυτά ξεκινά και σ' αυτά πάλι επιστρέφει και δεν πρέπει ποτέ να χάνει το δεσμό της, αλλιώς κινδυνεύει να γίνεται υποκειμενική κι αυθαίρετη. Η πράξη στην πλατύτατη έννοια της, είτε σαν καθημερινή πραχτική είτε σαν τεχνική είτε σαν επιστημονικό πείραμα, είναι η αφετηρία, είναι ο τελικός σκοπός κι είναι ακόμα και το κριτήριο, γιατί μόνο αυτή μπορεί να επαληθεύει μια υπόθεση ή μια θεωρία. Και με μια πιο ολοκληρωμένη διατύπωση: η πράξη δεν είναι μόνο ένα απλό βοηθητικό μέσο για τη γνώση, παρά δένεται οργανικά μαζί της κι είναι ένα λειτουργικό στοιχείο της, μια πλευρά της, μια όψη της.

Ο οργανικός δεσμός ανάμεσα στη γνώση και στην πράξη ασφαλίζει την προσέγγιση προς το αντικειμενικό πραγματικό. Και οι δυο ενωμένες συλλαμβάνουν τα πράγματα και τα φαινόμενα που βρίσκονται μέσα στον κόσμο. Και γι' αυτά μας είναι χρήσιμες. Δεν πρόκειται λοιπόν για αυθαίρετα θεωρητικά σχήματα. Το «χρήσιμο» εδώ δεν είναι κάτι που μας επηρεάζει σαν υποκειμενικό στοιχείο και μας κάνει να δεχτούμε την επιστημονική γνώση σαν αληθινή. Ο «πραγματισμός», μια φιλοσοφική διδασκαλία που ακμάζει προπάντων στην Αμερική, έχει τέτοια άποψη, δέχεται το «χρήσιμο» σαν ένα κριτήριο για την αλήθεια, δηλ. μπορούμε όποια θεωρία και δοξασία να τη θεωρούμε αληθινή, φτάνει αυτή να μας είναι ωφέλιμη, άσχετα από την καθεαυτή αντικειμενική αξία της. Μια τέτοια ωφελιμιστική αντίληψη είναι ολωσδιόλου υποκειμενική. Απεναντίας η επιστημονική γνώση είναι χρήσιμη, επειδή ίσα-ίσα είναι αληθινή. Το χρήσιμο έρχεται από το πραγματικό κι όχι το αντίθετο. Και σ' αυτό το πραγματικό στρέφεται η γνώση, το πετυχαίνει και το εκφράζει.

Η καθημερινή εμπειρική γνώση μας φανερώνει τα γύρω αντικείμενα και φαινόμενα. Με την αίσθηση αντιλαμβανόμαστε τα σχήματα, τα χρώματα, τους ήχους, τις οσμές κλπ., δηλ. έχουμε «αισθήματα» που μας κάνουν συνειδητές, που «αντανακλούν»τις ιδιότητες των πραγμάτων. Η επιστημονική γνώση βαθαίνει αυτές τις εμπειρίες, διορθώνει την τυχόν έλλειψη τους (το ραβδί το μισοβυθισμένο στο νερό μας φαίνεται τσακισμένο), συμπληρώνει και προχωρεί περισσότερο. Δεν περιορίζεται σ' ό,τι μας γίνεται αισθητό, αλλά ξεσκεπάζει και ό,τι δεν αισθανόμαστε, βρίσκει τη δυναμική αλληλουχία κι αλληλεπίδραση στα φαινόμενα, την εσωτερική τους κίνηση και τη μεταβολή, όλο το γίγνεσθαι τους, γενικεύει και διατυπώνει νόμους που ανήκουν στον πραγματικό κόσμο. Με άλλους λόγους δε μένει στα φαινόμενα, αλλά προχωρεί στη βαθύτερη σύσταση και λειτουργία τους, στην ουσία τους, στο «καθεαυτό» εκείνο που κάθε αγνωστικισμός το ξεγράφει σαν απλησίαστο.

Αυτή η κατάχτηση της αλήθειας δεν κατορθώνεται μονομιάς. Η επιστημονική γνώση βαδίζει προς τα εμπρός ανάμεσα από πλάνες, ολοένα διορθώνει και συμπληρώνει τις θεωρίες της. Η ιστορική της πορεία είναι μια αγωνιστική αδιάκοπη προσέγγιση - παρόλα τα τυχόν σταματήματα και λοξοδρομήματα - προς το απόλυτα πραγματικό. Η αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι'Ελληνες για την ατομική σύσταση του κόσμου, δεν ήταν ολόκληρη η αλήθεια, παρά μόνο ένα μέρος της, μολαταύτα ήταν ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Στους νεώτερους χρόνους διορθώνεται, συμπληρώνεται και γίνεται ένα άλλο τεράστιο πήδημα. Τα άτομα δεν είναι πια τα έσχατα στοιχεία του κόσμου, παρά φανερώνονται σύνθετα από ηλεκτρόνια. Η κατάχτηση είναι σημαντική, μα σίγουρα δεν θα είναι και η τελευταία. Και το ηλεκτρόνιο θα ερευνηθεί βαθύτερα και θα παρουσιάσει άλλες καινούργιες για τη γνώση πλευρές και λειτουργίες του. Όμως το μέρος αυτό της αλήθειας είναι γόνιμο και βρίσκεται πάνω στη γενική γραμμή που φέρνει στο απόλυτο. Το ίδιο και κάθε άλλη επιστημονική κατάχτηση είναι σχετική, αλλά βρίσκεται πάνω στην ίδια γραμμή που φέρνει προς τα εκεί. Το ανθρώπινο πνεύμα καταχτά ολοένα την αλήθεια με άπειρο αγώνα, δε διαθέτει καμιά μυστική δύναμη που θα μπορούσε να κάνει το θαύμα, να την πετύχει ξαφνικά και μονομιάς ολόκληρη. Ο κόσμος είναι πολύπλοκος κι ανεξάντλητος και δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε στις άπειρες πλευρές του και λεπτομέρειες. Κι ακόμα ο κόσμος αυτός δε μένει ακίνητος, παρά αλλάζει ολοένα. Ο άνθρωπος - όπως όλα μέσα στον κόσμο - είναι κάτι «πεπερασμένο» και δεν μπορεί να συλλάβει το άπειρο όλο. Αλλά μ' ένα θαυμαστό ηρωικό τρόπο ορθώνεται απέναντι του, ολοένα νικά και καταχτά. Το αγωνιστικό, το δραματικό του αυτό όρθωμα πρέπει να μας φτερώνει και όχι να μας πα-ραλύνει, όπως παθαίνουν τα αντιεπιστημονικά πνεύματα και καταφεύγουν στο δικό τους, τον άκοπο μαγικό τρόπο για την κατάχτηση του κόσμου.

Και μέσα στην ιστορική πορεία η επιστημονική γνώση δεν παλαίει μόνο με τα αντικειμενικά εμπόδια που παρουσιάζουν τα κοσμικά πράγματα και φαινόμενα, αλλά συγκρούεται και με το ανθρώπινο εμπόδιο, με τη μαγική σκέψη από την αρχή ως τα σήμερα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, εκτός από την αντικειμενική πράξη και γνώση, προσπαθούσε να έρχεται σε σχέση με τη φύση και με την κοινωνία του μ' ένα άλλο μέσο ακόμα, με τη μαγεία. Στην τοτινή πνευματική κατάσταση το μαγικό στοιχείο είχε συχνά και θετικά αποτελέσματα, γιατί τόνωνε τον άνθρωπο μέσα στην άγνοια του και τον κινούσε να ορμά σε γόνιμη πράξη. Όμως, ενώ με την κατοπινή πνευματική προκοπή η μαγική σκέψη έπρεπε να αφανιστεί, το ενάντιο έμεινε, δουλεύτηκε και στολίστηκε, πήρε χίλιες μορφές (φιλοσοφικές, ιδεαλιστικές κλπ.), που όλες κρύβουν μέσα τους τον αρχαϊκό πυρήνα. Αφού η επιστημονική γνώση προχωρεί μέσα στην κοινωνική πραχτική, είναι φυσικό να συναντά αυτόν τον αντίπαλο της, τη μαγική σκέψη ή άλλες ταξικές ιδεολογίες που υπηρετούν με έμμεσο τρόπο την πρόληψη. Και δεν είναι αδύνατο να τρυπώνουν μέσα της δοξασίες που παραλύνουν την έρευνα για την αλήθεια. Ιδιαίτερα επηρεάζονται οι επιστήμες του ανθρώπου (παράδειγμα χτυπητό η πολιτική οικονομία). Αλλά μ' όλα τα εμπόδια η επιστήμη βάδισε και βαδίζει προς τα εμπρός. Μολονότι έχει δουλευτεί από τα ταξικά στρώματα που επικρατούσαν κάθε φορά και που στην ανοδική τους εποχή προχωρούσε, όπως πάλι στην παρακμή τους συναντούσε κοινωνική αντίσταση, η ίδια στο γενικό της χαραχτήρα δεν είναι καμιά ταξική ιδεολογία. Απ' αυτή την άποψη δεν υπάρχει ταξική δουλοχτητική ή φεουδαλική ή αστική επιστήμη, παρ' όλους τους χρωματισμούς που μπορεί να παίρνει εδώ κι εκεί στις θεωρίες της. Στο σύνολο της είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που ανήκει σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα και κλείνει μέσα της όλη την κληροδοτημένη πείρα από τον πρωτόγονο άνθρωπο ως το σημερινό.

Και η κληροδοτημένη αυτή πείρα, αν επηρεάζεται σε μερικές στιγμές από τη μαγική πρόληψη, αντενεργεί πολύ πιο αποτελεσματικά πάνω της. Ολοένα τη σκορπίζει, ξανοίγει το ανθρώπινο πνεύμα και σ' ορισμένες ιστορικές εποχές το ανεβάζει σε υψηλότατες σκοπιές, απ' όπου το βοηθάει ν' ατενίσει όλο τον κόσμο, το φυσικό και τον κοινωνικό, με μια ολωσδιόλου νέα φωτεινή όραση. Δεν του δείχνει μόνο τα καθέκαστα στις πραγματικές του λειτουργίες, παρά το κάνει να μορφώσει συνολικές πανοραματικές εικόνες του κόσμου, που η καθεμιά τους μέσα στην ιστορική ανάπτυξη αποκρίνεται όλο και περισσότερο στην αντικειμενική του ύπαρξη και σύσταση. Στην αρχαία ελληνική εποχή απέναντι στη μυθική και μαγική φαντασία υψώνει το λογικό και τη γνώση και παρουσιάζει τον κόσμο σε μια πιο αληθινή του όψη. Στην Αναγέννηση φέρνει κυριολεχτικά μιαν αναστάτωση στις μεσαιωνικές κοσμοθεωρίες και βιοθεωρίες. Στους νεώτερους χρόνους ξανοίγει στο ανθρώπινο πνεύμα ακόμα πιο θαυμαστούς ορίζοντες. Μεγάλα επιστημονικά κατορθώματα το βοηθούν να μορφώσει μια εικόνα του κόσμου στην πιο βαθιά προοπτική του. Το οπλίζουν με μια «ιστορική» όραση που δεν την είχε ως τώρα. Πρωτύτερα, αν εξαιρέσουμε μερικές αρχαίες ελληνικές δοξασίες, μόνο οι ανθρώπινες κοινωνίες αντικρύζο-νταν από ιστορική άποψη. Τώρα η ιστορία απλώνεται, όλος ο φυσικός κι ο κοινωνικός κόσμος ατενίζεται σαν ένα ιστορικό γίγνεσθαι. Η θεωρία του Καντ για τη γένεση του ηλιακού συστήματος από ένα αρχικό νεφέλωμα, διορθωμένη και συμπληρωμένη από το Λαπλάς, μολονότι δεν είναι αληθινή πέρα πέρα, δίνει ένα θανάσιμο χτύπημα στο στατικό, στον αμετάβλητο χαραχτήρα του κόσμου, καθώς πίστευαν πρωτύτερα. Οι επιστημονικές θεωρίες του Λαμάρκ και προπάντων του Ντάρβιν σκορπίζουν τις παμπάλαιες ιδέες για τη μόνιμη σύσταση και μορφή των οργανικών ειδών, όπως τα παρουσίαζε ο πίνακας του Λινναίου. Τώρα όλος ο κόσμος φανερώνεται σαν κάτι το ρευστό, που αλλάζει και αναπτύσσεται και που έχει την ιστορία του. Άλλα επιστημονικά κατορθώματα βαθαίνουν και πλουταίνουν αυτή την κοσμική εικόνα. Κι ακόμα μεγάλες κοινωνιολογικές και ιστορικές έρευνες παρουσιάζουν ολωσδιόλου διαφορετική την ανθρώπινη ιστορία, φανερώνουν την αντικειμενική νομοτέλεια της, την πραγματική διαλεκτική πορεία της, σκορπίζουν παμπάλαιους ιδεαλιστικούς μύθους. Κι ακόμα διατυπώνεται μια ενιαία κοσμοθεωρία και βιοθεωρία που μας κάνει συνειδητούς εκείνους τους γενικούς νόμους που κυβερνούν τα πάντα, φύση, κοινωνία, πνεύμα.

Όλη η επιστημονική γνώση μόρφωσε κι ύψωσε το ανθρώπινο πνεύμα σ' αυτή την υπέρτατη άνθηση του.

Η επιστήμη λοιπόν ουσιαστικό της χαραχτήρα και λειτουργική αποστολή της έχει να υπηρετεί τον άνθρωπο στην υλική και στην πνευματική ύπαρξη και προκοπή του. Ολόκληρος ο βιολογικός και ο ψυχικός κοινωνικός άνθρωπος προέρχεται από τούτον τον κόσμο κι είναι το γέννημα του μέσα σε μιαν ανώτερη ιστορική του ανάπτυξη. Μα ωριμάζει σαν ο πιο μεστός κι ο πιο πλούσιος καρπός του και προβάλλει σαν ένα ολωσδιόλου νέο ποιοτικό φαινόμενο χάρη στην πράξη και στη γνώση. Με αυτές ορθώνεται μέσα στη φύση, τη δαμάζει και την αλλάζει, μα αλλάζοντας την δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τη δική του την αλλαγή και την ανάπτυξη. Πάντοτε οι άνθρωποι από την αρχή ποθούν κι αγωνίζονται να γίνονται όλο και πιο κυρίαρχοι και πιο αυτεξούσιοι. Ο πανάρχαιος μύθος του Δαίδαλου είναι η ιδεατή προβολή των πόθων τους κι είναι ένα σύμβολο που εκφράζει την αγωνιστική προσπάθεια τους για μια όλο κι υψηλότερη ανάβαση μέσα στον κόσμο που είναι κι αυτοί ένα μέρος του, που είναι κι αυτοί φύση, αλλά σύμφωνα με την εγε-λειανή έκφραση μια φύση «που παίρνει συνείδηση του εαυτού της» κι όλο ανεβαίνει χάρη στην πράξη και τη γνώση (...)

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Η ΠΡΑΞΙΣ». Μέσα σ' αυτή μορφώνονται η επιστήμη και η τέχνη, καθώς κι ολόκληρος ο «άνθρωπος».

Με την πράξη και τη γνώση μαθαίνει ο άνθρωπος τους φυσικούς νόμους, τους χρησιμοποιεί, τους στρέφει στην ίδια τη φύση και τη δαμάζει. Έτσι ολοένα σπάζει τα φυσικά δεσμά κι ελευθερώνεται.

Με την πράξη και τη γνώση μαθαίνει τους κοινωνικούς νόμους και μπορεί να επεμβαίνει και να ταχύνει την ανάπτυξη προς την ανοδική γραμμή, να σπάζει πάλι τα δεσμά και πάλι να ελευθερώνεται.

Με την πράξη και με τη γνώση γνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του και μπορεί να προσπαθεί να εξουσιάζει την ανάγκη που βασιλεύει μέσα του, τα εγωιστικά πάθη κι ακόμα να ελευθερώνεται.

Μα όλη αυτή την πολλαπλή απελευθέρωση τους κανείς δεν την κατορθώνει μόνος του, παρά μαζί με τους άλλους. Μαζί μ' αυτούς ο κοινωνικός άνθρωπος ολοένα πολεμά τον κόσμο της ανάγκης και δημιουργεί και στήνει μέσα σ' αυτόν το δικό του βασίλειο της ελευθερίας.

Απόσπασμα από το άρθρο «Επιστήμη, τέχνη και μαγεία», που δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τον Απρίλη του 1955. Αποτελεί μια απάντηση στους αρνητές της επιστήμης, παρουσιάζοντας τη γέννηση και την ανάπτυξη της και τελικά το τεκμήριο και κριτήριο της αλήθειας και της αξίας της, την ανθρώπινη πράξη. Ο Γιάννης Ιμβριώτης (1897-1979), μέλος της σοσιαλιστικής πτέρυγας του Εκπαιδευτικού Ομίλου, καθηγητής της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της θεσσαλονίκης, απ' όπου απολύθηκε το 1948 για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, εξορίστηκε για τις μαρξιστικές ιδέες του τόσο στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, όσο και κατά τη φασιστική δικτατορία του 1 967. Βουλευτής της ΕΔΑ το 1951 και στέλεχος της συγκρούστηκε με τον εμφανιζόμενο αναθεωρητισμό και στη συνέχεια εντάχθηκε κι οργανωτικά στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Τον Οκτώβρη του 1975 συμμετείχε στην ίδρυση του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών και για την επιστημονική και ιδεολογική του συνέπεια εκλέχτηκε Πρόεδρος του.

No comments: